ζωροποτης

ζωροποτης
    ζωροπότης
    ζωρο-πότης
    -ου adj. m досл. жадно пьющий, перен. впивающий, упивающийся
    

(κάλλεος ἀκρήτου ζωροπόται ὀφθαλμοί Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζωροποτης" в других словарях:

  • ζωροπότης — ζωροπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει άκρατο κρασί, ακρατοπότης, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωρός «άκρατος, καθαρός» + πότης (< πίνω), πρβλ. ηδυ πότης, πολυ πότης] …   Dictionary of Greek

  • ζωροπότης — drinking neat wine masc nom sg ζωροποτέω drink neat wine imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροπόται — ζωροπότης drinking neat wine masc nom/voc pl ζωροπότᾱͅ , ζωροπότης drinking neat wine masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροποτῶν — ζωροπότης drinking neat wine masc gen pl ζωροποτέω drink neat wine pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροπότας — ζωροπότᾱς , ζωροπότης drinking neat wine masc acc pl ζωροπότᾱς , ζωροπότης drinking neat wine masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροποτώ — ζωροποτῶ, έω (Α) [ζωροπότης] πίνω άκρατο κρασί …   Dictionary of Greek

  • ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»